φιλαλληλίας

φιλαλληλίας
φιλαλληλίᾱς , φιλαλληλία
mutual love
fem acc pl
φιλαλληλίᾱς , φιλαλληλία
mutual love
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλτρουιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»). ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”